- σκηνοποιία
- σκηνοποιίᾱ , σκηνοποιίαtent-makingfem nom/voc/acc dualσκηνοποιίᾱ , σκηνοποιίαtent-makingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνοποιία — η, σκηνοποιΐα, ΝΑ [σκηνοποιός] κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου 2. κτίσιμο φωλιάς 3. θεατρική παράσταση 4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης» μτφ. η συχνή μεταβολή… … Dictionary of Greek
σκηνοποιίᾳ — σκηνοποιίαι , σκηνοποιία tent making fem nom/voc pl σκηνοποιίᾱͅ , σκηνοποιία tent making fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιία — η κατασκευή σκηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκηνοποιίας — σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem acc pl σκηνοποιίᾱς , σκηνοποιία tent making fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιίαν — σκηνοποιίᾱν , σκηνοποιία tent making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιίαις — σκηνοποιία tent making fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)